διατέμνουσα

διατέμνουσα
η мат. секанс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διατέμνουσα" в других словарях:

  • διατέμνουσα — η βλ. διατέμνω …   Dictionary of Greek

  • διατέμνουσα — διατέμνω cut through pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατέμνω — (AM διατέμνω) διχοτομώ, χωρίζω σε δύο μέρη νεοελλ. (η μτχ. θηλ. ως ουσ.) (γεωμ.) η διατέμνουσα η τέμνουσα* αρχ. 1. κατακόπτω 2. ανοίγω δίοδο 3. καταστρέφω την υπάρχουσα ενότητα, σπείρω διχόνοια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»